- σμῖλος
- σμῖλος, ἡ,=A
μῖλος, σμῖλαξ 11
, yew, Call.Fr.100f.48, Nic.Al.611, Dsc.4.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μῖλος, σμῖλαξ 11
, yew, Call.Fr.100f.48, Nic.Al.611, Dsc.4.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμῖλος — yew fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμίλος — ἡ, Α το φυτό μίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ] … Dictionary of Greek
σμῖλον — σμῖλος yew fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμίλου — σμί̱λου , σμῖλος yew fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)